Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας

См. также в других словарях:

  • επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»